Όταν η Μεγάλη Ελλάδα γίνεται Μεγάλη Πλάνη

Όταν η Μεγάλη Ελλάδα γίνεται Μεγάλη Πλάνη

Πηγή: https://www.enpel.gr/2025/12/%CE%B7-%CE%BC%CE%B5%CE%B3%CE%B1%CE%BB%CE%B7-%CE%B5%CE%BB%CE%BB%CE%B1%CE%B4%CE%B1-%CF%86%CF%89%CE%BD%CE%AC%CE%B6%CE%B5%CE%B9-%CE%BC%CE%B7%CE%BD-%CF%84%CE%BF%CE%BB%CE%BC%CE%AE%CF%83%CE%B5%CF%84%CE%B5/

 

Το κείμενο που παραθέτει η μικροβιολόγος κ.α Αγγελική Ρόδη – Μπουριέλ, “Η ΜΕΓΑΛΗ ΕΛΛΑΔΑ φωνάζει: Μην τολμήσετε να μας μικρύνετε” δεν είναι πολιτική ανάλυση· είναι ένα παραλήρημα εθνικιστικού ρομαντισμού, με έντονη συνωμοσιολογία, γλωσσικές παρερμηνείες και αυθαίρετες ιστορικές ερμηνείες. Προβάλλεται ως «φωνή πατριωτισμού», ενώ στην πραγματικότητα αναπαράγει στερεότυπες ανυπόστατες αντιλήψεις του 19ου αιώνα που η επιστήμη έχει εγκαταλείψει εδώ και δεκαετίες.

1. Ο εθνικισμός δεν είναι αρχαία ελληνική κληρονομιά – είναι γερμανικό προϊόν του 19ου αιώνα

Ο εθνικισμός, με τη σύγχρονη έννοια του «μία γλώσσα – ένα έθνος – ένα κράτος», δεν έχει καμία σχέση με την αρχαία Ελλάδα, όπου οι πόλεις-κράτη με ελληνική γλώσσα πολεμούσαν μεταξύ τους ως ξεχωριστές πολιτικές οντότητες.

Ο σύγχρονος εθνικισμός:

Κατασκευάστηκε από τους Γερμανούς ρομαντικούς (Herder, Fichte κ.ά.)

Για να συγκεράσουν εκατοντάδες εμπόλεμες βάρβαρες φυλές και διαλέκτους της Κεντρικής Ευρώπης σε μια τεχνητή «εθνική ενότητα»

Και χρησιμοποιήθηκε ως εργαλείο αποικιοκρατίας, νομιμοποίησης επεκτατισμού και επιβολής πολιτισμικής ομοιομορφίας.

Το να παρουσιάζεται ο εθνικισμός ως «πατροπαράδοτη ελληνική αξία» είναι απλώς ιστορικά λανθασμένο. Οι αρχαίοι Έλληνες ποτέ δεν αντιλήφθηκαν το έθνος με όρους βιολογίας, αίματος ή «φυλής».

2. Η γλώσσα δεν είναι εθνικότητα

Η συγγραφέας του κειμένου θεωρεί ότι η ύπαρξη ελληνικών λέξεων ή ελληνικών καταλοίπων στη Νότια Ιταλία σημαίνει «συνέχεια» ελληνικού έθνους επί χιλιετιών.

Αυτό είναι προφανής κατηγορίας λάθος (category error).

Αν το να μιλάς ελληνικά σε κάνει Έλληνα:

τότε όσοι μιλούν αγγλικά παγκοσμίως θα ήταν «Άγγλοι»,

όσοι μιλούν ισπανικά θα ήταν «Ισπανοί»,

όσοι μιλούν γαλλικά θα ήταν «Γάλλοι».

Η ελληνική και η λατινική γλώσσα υπήρξαν διεθνείς linguae francae, γλώσσες διοίκησης και εκκλησίας. Η χρήση τους δεν δημιουργεί εθνικότητα· δημιουργεί πολιτισμική συνήθεια.

Το να βαφτίζονται «Έλληνες» πληθυσμοί που απλώς έτυχε να μιλούν μια ελληνική διάλεκτο μέσα στην ελληνόφωνη κρατική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία είναι αφελές και ιστορικά ανακριβές.

3. Η παρεξήγηση του «Ασπρομόντε»

Το παράθεμα παρουσιάζει το «Asprómonte» ως «λευκό βουνό» με ελληνική ρίζα, επιβεβαιώνοντας δήθεν «ελληνικότητα». Στην πραγματικότητα:

η ετυμολογία του ονόματος δεν είναι ελληνική,

αφορά το μεσαιωνικό λατινικό asper montis = «τραχύ, άγριο, δύσβατο βουνό»,

και καμία σχέση δεν έχει με το «άσπρο».

Ο ισχυρισμός ότι το τοπωνύμιο αποτελεί «ελληνικό τεκμήριο» είναι απλώς άγνοια γλωσσολογίας.

4. Η πραγματική ιστορική προέλευση των κατοίκων της νότιας Ιταλίας

Η λαογραφία, οι γλωσσολογικές μελέτες, αλλά και οι ίδιοι οι τοπικοί λαογράφοι της Καλαβρίας, επιβεβαιώνουν ότι:

Πολλές κοινότητες προέρχονται από αρβανίτικους πληθυσμούς (Ρωμιοί Αρβανίτες = Αλβανορθόδοξοι),

εγκατεστημένους εκεί κατά τον ύστερο Μεσαίωνα,

οι οποίοι, λόγω Βυζαντίου και Ορθόδοξης Εκκλησίας, χρησιμοποιούσαν ελληνόφωνες λειτουργίες, ψαλμωδίες, κυρήγματα.

Αυτό που περιγράφει ο «αρχιμαφιόζος» του Ασπρομόντε, δηλαδή καταγωγή από το Άρβανο και ελληνόφωνη εκκλησιαστική παράδοση, είναι απολύτως συμβατό με την ιστορική πραγματικότητα.

Δεν πρόκειται για «ξεχασμένη Ελλάδα»· πρόκειται για ορθόδοξες αρβανίτικες κοινότητες που διατήρησαν μια μορφή ελληνικής λειτουργικής θρησκευτικής γλώσσας.

5. Ο νόμος 482/1999 και η πραγματική εικόνα της Magna Grecia

Ως πρόεδρος του ΕλληνοΪταλικού  συνδέσμου, στη δεκαετία του 1990, εργάστηκα για την καθιέρωση του νόμου 482/1999, με τον οποίο αναγνωρίστηκαν 12 μειονοτικές γλώσσες στην Ιταλία, μεταξύ των οποίων:

ελληνικά (Γκρεκάνικα),

αλβανικά (Αρμπερέσικες κοινότητες)

καταλανικά,

σαρδηνικά,

σλοβενικά,

γαλλο-οκκιτανικά,

Γερμανικά

και άλλες.

Ο νόμος αυτός δεν αναγνώρισε “μεγάλη Ελλάδα”, ούτε επιβεβαίωσε κανένα εθνικιστικό όραμα. Αναγνώρισε ιστορικές μειονοτικές γλωσσικές κοινότητες, όπως σε κάθε σύγχρονη ευρωπαϊκή πολιτισμένη χώρα, πλην Ελλάδας.

6. Η πολιτική συνωμοσιολογία του κειμένου είναι επικίνδυνη και διχαστική

Το κείμενο:

αποκαλεί συλλήβδην τους Έλληνες «ηλίθιους»,

μιλά για «εθνοκτόνες οικογένειες»,

προβάλλει φαντασιακές προδοσίες,

ζωντανεύει ρητορικές του 1930 περί «μιας κυβέρνησης, μιας θρησκείας»,

και καλεί σε «εθνική επανάσταση» απέναντι σε δημοκρατικά εκλεγμένες κυβερνήσεις.

Πρόκειται για κλασικά μοτίβα λαϊκιστικών ακροδεξιών και ακροαριστερών αφηγημάτων, που:

υποτιμούν τη δημοκρατία,

δαιμονοποιούν τον πολιτικό πλουραλισμό,

και αναζητούν «εσωτερικούς εχθρούς».

Η πολιτική κριτική είναι υγιής· το παραλήρημα όμως δεν είναι πολιτική κριτική.

Συμπέρασμα:

Η Μεγάλη Ελλάδα που επικαλείται το κείμενο δεν είναι ιστορία – είναι φαντασίωση**

Η πραγματική, επιστημονικά τεκμηριωμένη αλήθεια είναι ότι:

Η Magna Grecia ήταν αρχαίος πολιτισμικός χώρος, όχι εθνική συνέχεια.

Οι γκρεκάνικες κοινότητες είναι γλωσσικές, όχι «εθνικές».

Η γλώσσα δεν δημιουργεί έθνος.

Ο εθνικισμός είναι νεωτερική, γερμανική προπαγανδιστική κατασκευή – όχι ελληνική.

Το κείμενο εργαλειοποιεί την άγνοια και το συναίσθημα για να παράγει διχασμό.

 

Όταν η Δημόσια Ομιλία Μετατρέπεται σε Παραλήρημα:

Ένα Σύμπτωμα Μιας Κοινωνίας σε Αμηχανία

Στον δημόσιο λόγο των τελευταίων ετών παρατηρείται μια ανησυχητική διολίσθηση προς μορφές έκφρασης που δεν αποσκοπούν στη διαφώτιση αλλά στην αποσταθεροποίηση. Το παραλήρημα, είτε εμφανίζεται με τη μορφή επιθετικού σχολιασμού είτε ως θρασύτατη διαστρέβλωση των γεγονότων, δεν αποτελεί απλώς μια ρητορική εκτροπή. Είναι κοινωνικό σύμπτωμα. Αποκαλύπτει την αδυναμία μιας κοινωνίας να επεξεργαστεί πολύπλοκες πραγματικότητες, να διαλεχθεί με σεβασμό και να αναστοχαστεί τις ίδιες της τις αντιφάσεις.

Σε αυτό το περιβάλλον, η ψύχραιμη φωνή μοιάζει παράταιρη. Κι όμως, είναι αναγκαία.

Η Μετατόπιση από τον Λόγο στην Εκφόρτιση

Το παραλήρημα δεν είναι απλή υπερβολή. Είναι αποσύνδεση από τον ορθό λόγο, μια εκφόρτιση που επιχειρεί να καταστήσει αδιαμφισβήτητο το υποκειμενικό, προσβάλλοντας συχνά τους συνομιλητές ή απαξιώνοντας θεσμούς και ιστορικά δεδομένα. Πρόκειται για έναν λόγο που αντιστρατεύεται την ίδια την ιδέα της κοινωνικής συνοχής.

Οι ρητορικές αυτές εκρήξεις έχουν κοινά χαρακτηριστικά:

Θεωρητική ένδεια

Ανυπαρξία δομικής επιχειρηματολογίας

Υποκατάσταση στοιχείων από εντυπώσεις

Αδυναμία αυτοπεριορισμού

Αντί να διευρύνουν τον διάλογο, τον συρρικνώνουν. Αντί να καλλιεργήσουν κατανόηση, παράγουν στρατόπεδα.

Η Κοινωνιολογική Ρίζα του Προβλήματος

Το παραλήρημα εκδηλώνεται έντονα σε κοινωνίες όπου η δημόσια σφαίρα έχει υποστεί διάβρωση, όπου ο θεσμικός λόγος απαξιώνεται και όπου η ατομικότητα επιβάλλεται χωρίς την αντίστοιχη ανάληψη ευθύνης. Οι άνθρωποι που δεν έχουν μάθει να ακούν, καταφεύγουν στο να φωνάζουν. Και όσοι δεν έχουν εκπαιδευτεί στη συλλογική ωριμότητα, ερμηνεύουν την κριτική ως εχθρότητα.

Η κοινωνιολογική εξέταση του φαινομένου δείχνει ότι πρόκειται για ρητορικό προϊόν ανασφάλειας: μια προσπάθεια επιβολής ταυτότητας εκεί όπου λείπει η εσωτερική σταθερότητα. Το παραλήρημα γίνεται, έτσι, ένας υποκατάστατος τρόπος αυτοεπιβεβαίωσης.

Η Διπλή Διάσταση στην ΕλληνοΪταλική Εμπειρία

Ως άνθρωπος που έχει αφιερώσει μισό αιώνα σε ζητήματα ελληνοϊταλικού διαλόγου και που έχει υπηρετήσει θεσμικά τον σκοπό της πολιτισμικής διαμεσολάβησης, γνωρίζω ότι καμία σχέση μεταξύ λαών δεν προχωρά με φωνές· προχωρά με συγκριτική κατανόηση, με ιστορική επίγνωση και με αμοιβαία αναγνώριση των διαφορών.

Η καθημερινή τριβή με δύο λαούς διαφορετικής ιδιοσυγκρασίας στους οποίους ανήκω ισότιμα, αλλά κοινής μεσογειακής παράδοσης, προσφέρει μια σταθερή διαπίστωση:

ότι ο σεβασμός δεν είναι αυτονόητος· είναι έργο, είναι στάση, είναι πειθαρχία.

Αντίθετα, ο παραληρηματικός λόγος αντλεί τη δύναμή του από την απουσία αυτής της πειθαρχίας.

Ευθύνη και Ρόλος της Δημόσιας Σφαίρας

Η μετατόπιση προς τον θορυβώδη λόγο υπονομεύει την ποιότητα του δημόσιου χώρου. Όταν επιβραβεύονται οι κραυγές, αποκλείονται οι γέφυρες. Και όταν η συζήτηση εκφυλίζεται σε προσωπική εξύβριση, στο τέλος βλάπτεται όποιος θα έπρεπε να προστατευτεί: η κοινωνία στο σύνολό της.

Το παραλήρημα έχει βραχυπρόθεσμο αντίκτυπο αλλά μακροπρόθεσμες συνέπειες. Εμπεδώνει μια κουλτούρα απαξίωσης που διαχέεται από την πολιτική έως την καθημερινή ζωή. Δεν είναι απλώς προσβλητικό· είναι κοινωνικά διαβρωτικό.

Η Αναγκαιότητα της Σταθερής Φωνής

Η απάντηση σε τέτοια φαινόμενα δεν μπορεί να είναι συμμετρική. Δεν χρειάζεται να υψωθεί άλλη φωνή απέναντι στη φωνή. Χρειάζεται να παραμείνει σταθερή η γραμμή του λόγου.

Ο νηφάλιος, τεκμηριωμένος και θεσμικά υπεύθυνος λόγος δεν ηχεί πιο δυνατά, αλλά ισχύει περισσότερο.

Και η ισχύς του δεν προέρχεται από την ένταση· προέρχεται από την αξιοπιστία.

Όσο κι αν οι δημόσιοι χώροι απειλούνται από το παραλήρημα, η ιστορία δείχνει ότι τελικά επικρατεί η φωνή που στηρίζεται στο μέτρο, στη σύνθεση και στη γνώση.

Η Πειθαρχία του Λόγου ως Δημόσιο Αγαθό

Σε μια εποχή όπου κάθε βεβαιότητα αποδομείται και κάθε συζήτηση κινδυνεύει να εκτραπεί, το ζητούμενο δεν είναι η αντιπαράθεση αλλά η αποκατάσταση της ποιότητας του διαλόγου. Το παραλήρημα πρέπει να εκτίθεται, όχι να αναπαράγεται. Και η απάντηση σε αυτό απαιτεί επίγνωση, συνέπεια και κοινωνική ωριμότητα.

Η αυστηρότητα δεν είναι ακαμψία. Είναι δέσμευση στη λογική.

Και η καθαρότητα του λόγου παραμένει το μόνο αντίδοτο σε μια δημόσια σφαίρα που κινδυνεύει να απολεπιστεί κάτω από το βάρος της θορυβώδους ασημαντότητας και της επαρχιακής επιδειξιομανίας.

Ευάγγελος Αλεξανδρής Ανδρούτσος

Επιμορφωτής, κοινωνιολόγος, δημοσιογράφος, εκδότης.

Πρόεδρος ΕλληνοΪταλικού Συνδέσμου www.grecia.it

Loading

Lascia un commento

Il tuo indirizzo email non sarà pubblicato. I campi obbligatori sono contrassegnati *